εὐθυρρήμων

εὐθυρρήμων
εὐθυρρήμ-ων, ον, gen. ονος, ([etym.] ῥῆμα)
A plain-spoken, Cic.Fam. 12.16.3 ([comp] Comp.), Poll.5.119. Adv. -

μόνως Id.4.24

.
II gloss on εὐθύγλωσσος, Sch.Pi.P.2.157.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευθυρρήμων — εὐθυρρήμων, ον (Α) αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι. επίρρ... εὐθυρρημόνως με ελευθερία λόγου, με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ρήμων (< ρήμα < θ. ρη τού είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρη τός, ρη θήσομαι),… …   Dictionary of Greek

  • εὐθυρρήμων — plain spoken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυρρημόνως — εὐθυρρήμων plain spoken adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

  • ευθυρρημονώ — εὐθυρρημονῶ, έω (Α) [ευθυρρήμων] 1. μιλώ με ευθύτητα, λέω τα πράγματα όπως είναι («ὁ σοφὸς εὐθυρρημονήσει», Ζήν.) 2. μιλώ πρόχειρα …   Dictionary of Greek

  • ευθυρρημοσύνη — εὐθυρρημοσύνη, ἡ (Α) [ευθυρρήμων] η ευθύτητα τού λόγου, η παρρησία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”